μαϊντανός

μαϊντανός
Κοινή ονομασία του είδους Petroselinum sativum της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για διετή πόα, με όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ανοιχτού πράσινου χρώματος. Τα φύλλα είναι δις ή τρις πτεροσχιδή και έχουν σκούρο πράσινο χρώμα. Τα άνθη, μικρά και ασήμαντα, έχουν πρασινοκίτρινο χρώμα και σχηματίζουν σκιάδια· ανθίζουν από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο. Οι σπόροι, μικροί, ωοειδείς και γκριζοκάστανοι, αργούν πολύ να φυτρώσουν· σπέρνονται στο καλά προετοιμασμένο και ελαφρό έδαφος από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο. Ο μ. καλλιεργείται για τα φύλλα του, που περιέχουν ένα αιθέριο έλαιο, την απιόλη, με χαρακτηριστικό άρωμα. Συναντώνται πολλές ποικιλίες του, που διακρίνονται, με βάση τη μορφή των φύλλων τους και το μέγεθος του φυτού, σε κατσαρόφυλλες, πτεριδόφυλλες, νάνους και γίγαντες. Ο μ. χρησιμοποιείται και στην ιατρική, ως βοηθητικό της πέψης, ενώ θεωρείται ότι διαθέτει διουρητική, εμμηναγωγό, αντισπασμωδική και αποχρεμπτική δράση. Τα φύλλα του μαϊντανού χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στη μαγειρική.
* * *
και μαϊδανός, ο
1. κοινή ονομασία τού διετούς φυτού «πετροσέλινο το ήμερο», τού γένους πετροσέλινο, που καλλιεργείται για τα αρωματικά φύλλα του ή για τη σαρκώδη ρίζα του, η οποία αποτελεί λαχανικό με λεπτότατη γεύση, αλλ. μακεδονήσι
2. πρόσωπο που ξεφυτρώνει παντού και αναμιγνύεται σε όλα χωρίς να είναι αρμόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < τουρκ. maĭdanoz < ελλ. μακεδονήσι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαϊντανός — μαϊντανός, ο και μαϊδανός, ο (λ. τουρκ.) 1. το ποώδες φυτό πετροσέλινο που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και σε σαλάτες, το μακεδονίσι: Έφτιαξε μια σάλτσα με ντομάτα και μαϊντανό. 2. μτφ., αυτός που ανακατεύεται σε όλα τα ζητήματα χωρίς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακεδονήσι — το (Μ μακεδονήσιον) ο μαϊντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. macedonense (βλ. και μαϊντανός)] …   Dictionary of Greek

  • κοδίμεντον — κοδίμεντον, τὸ (Μ) 1. βότανο που χρησίμευε στη μαγειρική ως καρύκευμα, πιθ. ο μαϊντανός 2. πράγμα δευτερεύουσας αξίας 3. κακογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. codimentum] …   Dictionary of Greek

  • κοδόμεντος — κοδόμεντος, ὁ (Μ) ο μαϊντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κοδίμεντο*] …   Dictionary of Greek

  • μαϊδανός — ο βλ. μαϊντανός …   Dictionary of Greek

  • περσέμολο — και περσίμολο, το, Ν ο μαϊντανός, το πετροσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. persimolo] …   Dictionary of Greek

  • πετροσέλινο — το πετροσέλινον, ΝΑ αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό τής τάξης σκιαδανθή σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ο μαϊντανός …   Dictionary of Greek

  • σκιαδοφόρα — (umbelliferae). Δικοτυλήδονα φυτά, κυρίως πόες και σπάνια φρύγανα. Όλα έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, με μίσχο που διαπλατύνεται στη βάση σε κολεό. Το έλασμα, σπάνια ακέραιο, είναι σχεδόν πάντοτε σχισμένο σε παλαμοειδή ή πτεροειδή διάταξη. Τα άνθη… …   Dictionary of Greek

  • φυλλείον — τὸ, Α [φύλλον] συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῑα α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμος β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών 2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῑα» τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μακεδονίσι — το το πετροσέλινο, ο μαϊντανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”